πλαισίωμα

πλαισίωμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πλαισίωμα" в других словарях:

  • πλαισίωμα — το, Ν [πλαισιώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλαισιώνω, η πλαισίωση 2. αυτό με το οποίο πλαισιώνεται κάτι, το πλαίσιο …   Dictionary of Greek

  • πλαισίωμα — το, ατος το περιτριγύρισμα με πλαίσιο, κορνίζωμα, πλαισίωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλαισίωση — η περιβολή με πλαίσιο, πλαισίωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υαλοστάσιο — το 1. το πλαισίωμα και οι υαλοπίνακες που είναι προσαρμοσμένοι σ αυτό: Αλουμινένιο υαλοστάσιο μπαλκονόπορτας. 2. διάφραγμα ή τοίχος με τέτοια πλαίσια, τζαμαρία, τζαμιλίκι, τζαμωτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»