πλαισίωμα
Смотреть что такое "πλαισίωμα" в других словарях:
πλαισίωμα — το, Ν [πλαισιώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλαισιώνω, η πλαισίωση 2. αυτό με το οποίο πλαισιώνεται κάτι, το πλαίσιο … Dictionary of Greek
πλαισίωμα — το, ατος το περιτριγύρισμα με πλαίσιο, κορνίζωμα, πλαισίωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαισίωση — η περιβολή με πλαίσιο, πλαισίωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υαλοστάσιο — το 1. το πλαισίωμα και οι υαλοπίνακες που είναι προσαρμοσμένοι σ αυτό: Αλουμινένιο υαλοστάσιο μπαλκονόπορτας. 2. διάφραγμα ή τοίχος με τέτοια πλαίσια, τζαμαρία, τζαμιλίκι, τζαμωτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)